- σανίσκη
- ἡ, Αο μικρός ζωγραφικός πίνακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σανίς + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδ-ίσκη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σανίσκηι — σανίσκῃ , σανίσκη picture fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)